spécialiste
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- spécialiste < spécial
Προφορά
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
spécialiste | spécialistes |
spécialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό
- ο ειδικός, ο σπεσιαλίστας
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη spécial