Μετάβαση στο περιεχόμενο

spécialiste

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
spécialiste < spécial

Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
spécialiste spécialistes

spécialiste (fr) αρσενικό ή θηλυκό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη spécial