gérontophilie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gérontophilie | gérontophilies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gérontophilie (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
gérontophilie | gérontophilies |
gérontophilie (fr) θηλυκό