gamma
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
gamma | gammas |
gamma (fr) αρσενικό
Πολωνικά (pl) [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gamma (pl) θηλυκό
- το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: γάμα