Μετάβαση στο περιεχόμενο

gamma

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
gamma gammas

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gamma (fr) αρσενικό

  1. γάμμα



Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gamma (pl) θηλυκό

  1. το γράμμα του ελληνικού αλφάβητου: γάμα