garantia
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
garantia | garantias |
garantia (pt) θηλυκό
- η εγγύηση
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
garantia | garantias |
garantia (pt) θηλυκό