garra
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
garra | garras |
garra (pt) θηλυκό
- νύχι αρπακτικού ζώου
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
garra | garras |
garra (pt) θηλυκό