garrison

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

garrison (en)

  • μόνιμο στρατιωτικό φυλάκιο
  • φρουρά (οι άνδρες που επανδρώνουν ένα φυλάκιο

garrison (en)

  • τοποθετώ φρουρά σε φυλάκιο
  • μετατρέπω σε φυλάκιο