garrison
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]garrison (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]garrison (en)
- τοποθετώ φρουρά σε φυλάκιο
- μετατρέπω σε φυλάκιο
garrison (en)
garrison (en)