gato
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Βενετικά (vec)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]gato (vec)
- (θηλαστικό ζώο) η γάτα
Πορτογαλικά (pt)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gato | gatos |
θηλυκό | gata | gatas |
gato (pt) αρσενικό
- (θηλαστικό ζώο) η γάτα