Μετάβαση στο περιεχόμενο

gaudeo

Από Βικιλεξικό

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
gaudeo < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *gau- (χαίρομαι)

gaudeo (la)

Αλλόγλωσσα παράγωγα

[επεξεργασία]