gaz
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gaz (fr)
Πολωνικά (pl)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gaz (pl) αρσενικό
- (φυσική, στρατός, κοινά) το αέριο
- το γκάζι με τις έννοιες:
- γενική ονομασία αερίων που χρησιμοποιούνται σαν καύσιμο
- το πετάλι της επιτάχυνσης στα αυτοκινούμενα οχήματα
[επεξεργασία]
Πολυλεκτικοί όροι[επεξεργασία]
- gaz miejski: (αέριο πόλης) το γκάζι
- gaz ziemny: (αέριο γης) το φυσικό αέριο
- gaz szlachetny: ευγενές αέριο