gewöhnen
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]Προφορά
[επεξεργασία]Ρήμα
[επεξεργασία]gewöhnen (de)
- (μεταβατικό) συνηθίζω, εξοικειώνω κάποιον με κάτι
- (reflexiv) sich an etwas gewöhnen - συνηθίζω σε κάτι, εξοικειώνομαι με κάτι