gewöhnen
Εμφάνιση
Γερμανικά (de)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ρήμα
[επεξεργασία]gewöhnen (de)
- (μεταβατικό) συνηθίζω, εξοικειώνω κάποιον με κάτι
- (reflexiv) sich an etwas gewöhnen - συνηθίζω σε κάτι, εξοικειώνομαι με κάτι