giboulée
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
giboulée | giboulées |
giboulée (fr) θηλυκό
- η μπόρα
ενικός | πληθυντικός |
giboulée | giboulées |
giboulée (fr) θηλυκό