μπόρα
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Ελληνικά (el) [επεξεργασία]
↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπόρα | οι | μπόρες |
γενική | της | μπόρας | — | |
αιτιατική | την | μπόρα | τις | μπόρες |
κλητική | μπόρα | μπόρες | ||
Η γενική πληθυντικού -ών δεν συνηθίζεται. | ||||
όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ˈbɔ.ɾa/
- συλλαβισμός : μπό‐ρα
Ετυμολογία 1[επεξεργασία]
- μπόρα < βενετική bora < λατινική boreas < αρχαία ελληνική βορέας (αντιδάνειο)
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπόρα θηλυκό
- (μετεωρολογία) ξαφνική έντονη βροχή με μικρή διάρκεια
- (μετεωρολογία) καταιγίδα
- (μεταφορικά) άσχημες περιστάσεις στη ζωή
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
μπόρα είναι, θα περάσει
|
Ετυμολογία 2[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
μπόρα αρσενικό άκλιτο
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
[επεξεργασία]
- ↑ Καταβατικοί άνεμοι, στον Θησαυρό Μετεωρολογικών Όρων του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών
Κατηγορίες:
- Ουσιαστικά που κλίνονται όπως το 'πείνα'
- Ουσιαστικά θηλυκά (νέα ελληνικά)
- Ουσιαστικά χωρίς γενική πληθυντικού (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα βενετικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα λατινικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα αρχαία ελληνικά (νέα ελληνικά)
- Αντιδάνεια (νέα ελληνικά)
- Ελληνική γλώσσα
- Ουσιαστικά (νέα ελληνικά)
- Μετεωρολογία (νέα ελληνικά)
- Δάνεια από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Προέλευση λέξεων από τα ιταλικά (νέα ελληνικά)
- Άνεμοι (νέα ελληνικά)