shower
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
shower | showers |
shower (en)
- η σύντομη βροχή, η μπόρα
- ο καταιονισμός, το ντους (η συσκευή και η ενέργεια)
- (ΗΒ, Αυστραλία) to have a shower: κάνω ντους
- (ΗΠΑ) to take a shower: κάνω ντους
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | shower |
γ΄ ενικό ενεστώτα | showers |
αόριστος | showered |
παθητική μετοχή | showered |
ενεργητική μετοχή | showering |
shower (en)
- (αμετάβατο) κάνω ντους
- (μεταβατικό) πέφτω βροχηδόν, δίνω σε κάποιον πολλά πράγματα
- ↪ He was showered with invitations/honors.
- Οι προσκλήσεις/τιμές έπεφταν βροχηδόν πάνω του.
- ↪ He was showered with invitations/honors.
Πηγές
[επεξεργασία]- shower (noun) - Oxford Learner's Dictionaries
- shower (verb) - Oxford Learner's Dictionaries
- Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 697-699. ISBN 9780194325684., λήμμα: πέφτω