shower
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
shower (en)
- η σύντομη βροχή, η μπόρα
- ο καταιονισμός, το ντους (η συσκευή και η ενέργεια)
- (ΗΒ, Αυστραλία) to have a shower: κάνω ντους
- (ΗΠΑ) to take a shower: κάνω ντους
Ρήμα[επεξεργασία]
shower (en)
- κάνω ντους