Μετάβαση στο περιεχόμενο

shower

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
shower showers

shower (en)

  1. η σύντομη βροχή, η μπόρα
  2. ο καταιονισμός, το ντους (η συσκευή και η ενέργεια)
    • (ΗΒ, Αυστραλία) to have a shower: κάνω ντους
    • (ΗΠΑ) to take a shower: κάνω ντους
ενεστώτας shower
γ΄ ενικό ενεστώτα showers
αόριστος showered
παθητική μετοχή showered
ενεργητική μετοχή showering

shower (en)

  1. (αμετάβατο) κάνω ντους
      Would you shower with cold water in the winter?
    Θα κάνετε ντουζ με κρύο νερό τον χειμώνα;
  2. (μεταβατικό) κατακλύζω, πέφτω βροχηδόν, δίνω σε κάποιον πολλά πράγματα
      They showered her with gifts.
    Την κατακλύσανε με δώρα.
      They showered him with invitations/honors.
    Οι προσκλήσεις/τιμές έπεφταν βροχηδόν πάνω του.