shower

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

shower (en)

  1. η σύντομη βροχή, η μπόρα
  2. ο καταιονισμός, το ντους (η συσκευή και η ενέργεια)
    • (ΗΒ, Αυστραλία) to have a shower: κάνω ντους
    • (ΗΠΑ) to take a shower: κάνω ντους

Ρήμα[επεξεργασία]

shower (en)

  1. κάνω ντους