Μετάβαση στο περιεχόμενο

καταιονισμός

Από Βικιλεξικό

Νέα ελληνικά (el)

[επεξεργασία]
 πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο καταιονισμός οι καταιονισμοί
      γενική του καταιονισμού των καταιονισμών
    αιτιατική τον καταιονισμό τους καταιονισμούς
     κλητική καταιονισμέ καταιονισμοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
καταιονισμός < (ελληνιστική κοινή) + κατάληξη -μος < καταιονάω / καταιονῶ < αρχαία ελληνική κατά + αἰονάω / αἰονῶ

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

καταιονισμός αρσενικό

  1. ντους, ντουσάρισμα
  2. εκτόξευση υγρού, συνήθως νερού, με τη μορφή σταγόνων

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]