ντους

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Ένα ντους (συσκευή)

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
ντους < (λόγιο δάνειο) γαλλική douche (< ιταλική doccia < γαλλική ductio < duco), αναδανεισμός του ντουζ [1]

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ˈdus/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

ντους ουδέτερο άκλιτο

  1. συσκευή στην οποία εκτοξέυεται νερό με πίεση για το πλύσιμο του σώματος κάποιου
     συνώνυμα: καταιονητήρας
  2. το πλύσιμο του σώματος, το μπάνιο, καταιόνηση, καταιονισμός
    ⮡  Επειδή σήμερα ίδρωσα πολύ, θα κάνω ένα ντους.

Άλλες μορφές

[επεξεργασία]

Συγγενικά

[επεξεργασία]

Μεταφράσεις

[επεξεργασία]

Αναφορές

[επεξεργασία]