καταιονητήρας
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
- καταιονητήρας < αρχαία ελληνική καταιονάω / καταιονῶ + -τήρας
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
καταιονητήρας αρσενικό
- συσκευή ντους, λουσίματος ή πλυσίματος του σώματος με νερό στο λουτρό
- Ο καταιονητήρας χάλασε, αγάπη μου, κάλεσε τον υδραυλικό να περάσει αύριο, γιατί το σαββατοκύριακο έχουμε έξοδο και δε θέλω να παρουσιαστώ άπλυτη. Φαντάζεσαι τι θα λένε για εμένα;
- ≈ συνώνυμα: ντους, καταιονιστήρας, κρουνός, ψεκαστήρας, (δημώδες) τηλέφωνο ντουζιέρας
- συσκευή πυρόσβεσης, καταιονισμού
- Οι καταιονητήρες τοποθετούνται κάτω από την οροφή, κάτω από την εσχάρα ανάρτησης σκηνικών, στο υποσκήvιo, στους βοηθητικούς χώρους, στα καμαρίνια, στις αποθήκες και στα εργαστήρια που η χρήση τους είναι συνυφασμένη με τη λειτουργία της σκηνής. Καταιονητήρες πρέπει να τοποθετούνται στην περίμετρο όλων των ανοιγμάτων που αφήνονται στο πάτωμα της σκηνής. (ΠΡΟΕΔΡΙΚΟ ΔΙΑΤΑΓΜΑ ΥΠ’ ΑΡΙΘΜ. 41, Κανονισμός Πυροπροστασίας Κτιρίων. Τεύχος Α’ 80/07.05.2018, σελ. 7870)
- συσκευή υποκλυσμού
[επεξεργασία]
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
καταιονητήρας
|