ginecologista
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
ginecologista (pt) < από το ginecologia + -ista
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
ginecologista | ginecologistas |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ginecologista (pt)
- ο γιατρός γυναικολόγος