giraffe
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
giraffe | giraffes |
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]giraffe (en)
- (θηλαστικό ζώο) η καμηλοπάρδαλη
- ⮡ The highlight of the safari was the up-close encounter with a giraffe.
- Η κορυφαία στιγμή του σαφάρι ήταν η κοντινή συνάντηση με μια καμηλοπάρδαλη.
- ⮡ The highlight of the safari was the up-close encounter with a giraffe.
- Καμηλοπάρδαλις (αστερισμός)
Πηγές
[επεξεργασία]
Ολλανδικά (nl)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]giraffe (nl)