Μετάβαση στο περιεχόμενο

giraffe

Από Βικιλεξικό
Δείτε επίσης: Giraffe
      ενικός         πληθυντικός  
giraffe giraffes

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /dʒɪˈɹɑːf/
ΔΦΑ : /d͡ʒəˈɹæf/
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

giraffe (en)

  1. (θηλαστικό ζώο) η καμηλοπάρδαλη
      The highlight of the safari was the up-close encounter with a giraffe.
    Η κορυφαία στιγμή του σαφάρι ήταν η κοντινή συνάντηση με μια καμηλοπάρδαλη.
  2. Καμηλοπάρδαλις (αστερισμός)



Προφορά

[επεξεργασία]
 

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

giraffe (nl)