girole
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
girole | giroles |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
girole (fr)
- είδος μανιταριού
- είδος κουζινικού σκεύους
ενικός | πληθυντικός |
girole | giroles |
girole (fr)