glissière
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
glissière | glissières |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
glissière (fr) θηλυκό
ενικός | πληθυντικός |
glissière | glissières |
glissière (fr) θηλυκό