φερμουάρ
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
φερμουάρ ουδέτερο άκλιτο
- μηχανισμός που κλείνει/κουμπώνει τσάντες, βαλίτσες, ρούχα κλπ. Αποτελείται από δύο σειρές δοντιών και μια λαβή - οδηγό, η οποία, όταν σύρεται προς τη μια πλευρά, κουμπώνει αναγκάζοντας το κάθε δόντι να μπει ένα ανάμεσα στα δύο απέναντί του· όταν ο οδηγός σύρεται προς την αντίθετη πλευρά, τα δόντια απελευθερώνονται και ο μηχανισμός ανοίγει
- (μεταφορικά ως επιφώνημα) κράτα το στόμα σου κλειστό, μη μιλάς
- το κλείστρο