Μετάβαση στο περιεχόμενο

zipper

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
zipper zippers

Ετυμολογία

[επεξεργασία]
zipper < zip + -er

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

zipper (en)



Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /zi.pe/

zipper (fr)