glorify
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενεστώτας | glorify |
γ΄ ενικό ενεστώτα | glorifies |
αόριστος | glorified |
παθητική μετοχή | glorified |
ενεργητική μετοχή | glorifying |
Ρήμα[επεξεργασία]
glorify (en)
[επεξεργασία]
- → δείτε τη λέξη glory (δόξα)