glut
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
glut | gluts |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
glut (en) (συνήθως ενικός)
- ο κορεσμός
- ↪ There is a glut of videos in the market.
- Υπάρχει κορεσμός βίντεο στην αγορά.
- ↪ There is a glut of videos in the market.