go bananas
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Έκφραση
[επεξεργασία]go bananas (en)
- (ιδιωματισμός, αργκό) τρελαίνομαι
- ⮡ She went bananas as soon as she saw him.
- Τρελάθηκε μόλις τον είδε.
- ⮡ She went bananas as soon as she saw him.