go without saying
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Έκφραση[επεξεργασία]
go without saying (en)
- (ιδιωματισμός) εξυπακούεται, είναι πολύ προφανές ή εύκολο να προβλεφθεί
- ↪ That goes without saying.
- Αυτά εξυπακούονται.
- ↪ That goes without saying.