gommé
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | gommé | gommés |
θηλυκό | gommée | gommées |
Επίθετο
[επεξεργασία]gommé (fr)
- επικαλυμμένος με κόμμι
Συγγενικά
[επεξεργασία]- → δείτε τη λέξη gommer