Μετάβαση στο περιεχόμενο

gonflement

Από Βικιλεξικό
      ενικός         πληθυντικός  
gonflement gonflements

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

gonflement (fr) αρσενικό

Συγγενικά

[επεξεργασία]
  •  δείτε τη λέξη gonfler