grève

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
Δείτε επίσης: Grève

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

  1. grève < δημώδης λατινική grava
  2. grève < faire grève, être en grève: λεγόταν στον Μεσαίωνα για ανέργους που περίμεναν κάποιον υποτιθέμενο εργοδότη να έρθει να τους προσφέρει κάποια εργατική θέση

Προφορά[επεξεργασία]

 

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grève (fr)

  1. η αμμουδιά

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grève (fr)

  1. η απεργία

Συγγενικά[επεξεργασία]