grandmother

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
grandmother grandmothers

Ετυμολογία [επεξεργασία]

grandmother < grand- + mother

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

grandmother (en) (αρσενικό grandfather)