grau
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γερμανικά (de)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
grau (de)
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
grau | graus |
grau (pt) αρσενικό
- ο βαθμός