grease
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]grease (en)
- λιωμένο ή μαλακό ζωικό λίπος
- οποιαδήποτε ουσία έχει ελαιώδη υφή, πχ η μπριγιαντίνη
Ρήμα
[επεξεργασία]grease (en)
- βάζω λίπος ή άλλη ουσία για να λιπάνω, γρασάρω
- ↪ a greased engine - λιπασμένη μηχανή
- λαδώνω (δωροδοκώ)