grivèlerie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /ɡʁi.vɛl.ʁi/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
grivèlerie | grivèleries |
grivèlerie (fr) θηλυκό
- η μη πληρωμή λογαριασμού