Μετάβαση στο περιεχόμενο

groin

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

groin (en)

  1. o βουβώνας, η βουβωνική χώρα



      ενικός         πληθυντικός  
groin groins

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

groin (fr) αρσενικό

  1. η μουσούδα του γουρουνιού