groseille
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]groseille (fr)
- (φρούτο) φραγκοστάφυλο
- (κατ’ επέκταση, χρώμα) έντονο σκούρο ροζ χρώμα
Επίθετο
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
---|---|
groseille | groseille |
groseille (fr) αρσενικό ή θηλυκό άκλιτο
- που έχει έντονο σκούρο ροζ χρώμα