guiltiness

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Αγγλικά (en)[επεξεργασία]

Ετυμολογία [επεξεργασία]

guiltiness < guilty + -ness

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

guiltiness (en)

  • η ενοχή
    Everyone has their guiltiness about something.
    Ο καθένας έχει τις ενοχές του.
    The guiltiness of the accused in the offense is undeniable.
    Η ενοχή των κατηγορουμένων στο αδίκημα είναι αναμφισβήτητη.
     συνώνυμα: guilt