gweilgi

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Ουαλικά (cy)[επεξεργασία]

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

gweilgi (cy) θηλυκό (πληθυντικός gweilgïoedd)

  1. (ποιητικό) θάλασσα
     συνώνυμα: môr