gymnopédie
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
gymnopédie | gymnopédies |
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
gymnopédie (fr) θηλυκό
- (σπάνιο) ενικός του gymnopédies
ενικός | πληθυντικός |
gymnopédie | gymnopédies |
gymnopédie (fr) θηλυκό