héliosynchrone

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση
      ενικός         πληθυντικός  
héliosynchrone héliosynchrones

Επίθετο

[επεξεργασία]

héliosynchrone (fr) αρσενικό ή θηλυκό