ηλιοσύγχρονος

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο ηλιοσύγχρονος η ηλιοσύγχρονη το ηλιοσύγχρονο
      γενική του ηλιοσύγχρονου της ηλιοσύγχρονης του ηλιοσύγχρονου
    αιτιατική τον ηλιοσύγχρονο την ηλιοσύγχρονη το ηλιοσύγχρονο
     κλητική ηλιοσύγχρονε ηλιοσύγχρονη ηλιοσύγχρονο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι ηλιοσύγχρονοι οι ηλιοσύγχρονες τα ηλιοσύγχρονα
      γενική των ηλιοσύγχρονων των ηλιοσύγχρονων των ηλιοσύγχρονων
    αιτιατική τους ηλιοσύγχρονους τις ηλιοσύγχρονες τα ηλιοσύγχρονα
     κλητική ηλιοσύγχρονοι ηλιοσύγχρονες ηλιοσύγχρονα
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

Ετυμολογία [επεξεργασία]

ηλιοσύγχρονος < ηλιο- + σύγχρονος

Επίθετο[επεξεργασία]

ηλιοσύγχρονος, -η, -ο

  1. που η τροχιά του βρίσκεται σε ένα επίπεδο που διατηρεί σταθερή γωνία με την εκλιπτική, έτσι ώστε να έχει σταθερή ηλιοφάνεια
    ηλιοσύγχρονος δορυφόρος

Μεταφράσεις[επεξεργασία]