ηλιοσύγχρονος
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Νέα ελληνικά (el)[επεξεργασία]
Ετυμολογία [επεξεργασία]
Επίθετο[επεξεργασία]
ηλιοσύγχρονος, -η, -ο
- που η τροχιά του βρίσκεται σε ένα επίπεδο που διατηρεί σταθερή γωνία με την εκλιπτική, έτσι ώστε να έχει σταθερή ηλιοφάνεια
- ηλιοσύγχρονος δορυφόρος
Μεταφράσεις[επεξεργασία]
ηλιοσύγχρονος