hésitation
Εμφάνιση
Γαλλικά (fr)
[επεξεργασία]
Προφορά
[επεξεργασία]- ΔΦΑ : /e.zi.ta.sjɔ̃/
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]ενικός | πληθυντικός |
hésitation | hésitations |
hésitation (fr) θηλυκό
- ο δισταγμός, ο ενδοιασμός, η διστακτικότητα