haşiş
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Τουρκικά (tr)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]- haşiş < (κληρονομημένο) οθωμανική τουρκική حشیش (hašiš) < αραβική حَشِيش (ḥašīš, χόρτο, πόα)
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]Πηγές
[επεξεργασία]- haşiş - μονόγλωσσο τουρκικό Ετυμολογικό Λεξικό «Türkçe Etimolojik Sözlük» (2002) του Σεβάν Νισανιάν