habilidade
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Πορτογαλικά (pt)[επεξεργασία]
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
---|---|
habilidade | habilidades |
habilidade (pt) θηλυκό
- η ικανότητα, η δεξιοτεχνία