hachure

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /ʔa.ʒyːʁ/

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hachure hachures

hachure (fr) θηλυκό