Μετάβαση στο περιεχόμενο

hadron

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hadron (en)

  1. το αδρόνιο




      ενικός         πληθυντικός  
hadron hadrons

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

hadron (fr) αρσενικό

  1. το αδρόνιο