hallucinatoire

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Προφορά

[επεξεργασία]
ΔΦΑ : /a.ly.si.na.twaʁ/

Επίθετο

[επεξεργασία]
      ενικός         πληθυντικός  
hallucinatoire hallucinatoires

hallucinatoire (fr) αρσενικό ή θηλυκό