halt
Εμφάνιση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]
Ουσιαστικό
[επεξεργασία]halt (en)
- (μόνο ενικός) το σταμάτημα, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταματάω
- ⮡ Strikes have led to a halt in production.
- Οι απεργίες έχουν οδηγήσει σε σταμάτημα της παραγωγής.
- ⮡ Work came to a halt when the machine broke down.
- Η εργασία σταμάτησε όταν χάλασε η μηχανή.
- ⮡ The thought brought her to an abrupt halt.
- Η σκέψη την σταμάτησε απότομα.
- ⮡ The car skidded to a halt.
- Το αυτοκίνητο έκοψε απότομα.
- ⮡ Strikes have led to a halt in production.
Επιφώνημα
[επεξεργασία]halt (en)
Ρήμα
[επεξεργασία]ενεστώτας | halt |
γ΄ ενικό ενεστώτα | halts |
αόριστος | halted |
παθητική μετοχή | halted |
ενεργητική μετοχή | halting |
halt (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)
- σταματάω
- ⮡ Locals are lobbying to halt construction./Locals are lobbying to have construction halted.
- Οι ντόπιοι ασκούν πιέσεις για να σταματήσει η κατασκευή.
- ⮡ Locals are lobbying to halt construction./Locals are lobbying to have construction halted.