Μετάβαση στο περιεχόμενο

halt

Από Βικιλεξικό

Ουσιαστικό

[επεξεργασία]

halt (en)

  • (μόνο ενικός) το σταμάτημα, η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του σταματάω
    ⮡  Strikes have led to a halt in production.
    Οι απεργίες έχουν οδηγήσει σε σταμάτημα της παραγωγής.
    ⮡  Work came to a halt when the machine broke down.
    Η εργασία σταμάτησε όταν χάλασε η μηχανή.
    ⮡  The thought brought her to an abrupt halt.
    Η σκέψη την σταμάτησε απότομα.
    ⮡  The car skidded to a halt.
    Το αυτοκίνητο έκοψε απότομα.

Επιφώνημα

[επεξεργασία]

halt (en)

ενεστώτας halt
γ΄ ενικό ενεστώτα halts
αόριστος halted
παθητική μετοχή halted
ενεργητική μετοχή halting

halt (en) (μεταβατικό και αμετάβατο)

  • σταματάω
    ⮡  Locals are lobbying to halt construction./Locals are lobbying to have construction halted.
    Οι ντόπιοι ασκούν πιέσεις για να σταματήσει η κατασκευή.