haltérophile
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]
Προφορά[επεξεργασία]
- ΔΦΑ : /al.te.ʁɔ.fil/
Ουσιαστικό[επεξεργασία]
ενικός | πληθυντικός |
haltérophile | haltérophiles |
haltérophile (fr) αρσενικό ή θηλυκό