hardness
Μετάβαση στην πλοήγηση
Πήδηση στην αναζήτηση
Αγγλικά (en)
[επεξεργασία]Ετυμολογία
[επεξεργασία]Ουσιαστικό
[επεξεργασία]- η σκληρότητα, η ιδιότητα του να είναι στέρεος, σκληρός και δύσκολος να λυγίσει ή να σπάσει
- ⮡ the hardness of the metal - η σκληρότητα του μετάλλου
- η σκληρότητα νερού
- ⮡ The water hardness is its salt content.
- Η σκληρότητα νερού είναι η περιεκτικότητά του σε άλατα.
- ⮡ The water hardness is its salt content.