hausse

Από Βικιλεξικό
Μετάβαση στην πλοήγηση Πήδηση στην αναζήτηση

Γαλλικά (fr)[επεξεργασία]

      ενικός         πληθυντικός  
hausse hausses

Ουσιαστικό[επεξεργασία]

hausse (fr) θηλυκό

  1. (οικονομία) η άνοδος
  2. η ύψωση